- φαγοκύτταρο(ν)
- το биол фагоцит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγοκύτταρο — το, Ν (βιολ. φυσιολ.) κύτταρο ικανό να προσλάβει στο εσωτερικό του και να πέψει ανόργανα ή οργανικά σωματίδια, όπως λ.χ. κόκκους άνθρακα ή σκόνης ή μικρόβια, άλλα κύτταρα ή θραύσματα ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phagocyte < phago … Dictionary of Greek
φαγοκυττάρωση — (Βιολ.). Βιολογική διεργασία που εκτελείται από ένα κύτταρο με σκοπό την εξουδετέρωση ξένων σωμάτων. Το κύτταρο που έχει την ιδιότητα της φ. βγάζει ψευδοπόδια, τα οποία περιβάλλουν το ξένο σώμα και ενώνονται στη συνέχεια ώστε αυτό να γίνει… … Dictionary of Greek
φαγοκυτταρικός — ή, ό, Ν [φαγοκύτταρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαγοκύτταρα 2. φρ. «φαγοκυτταρικό χυμοτόπιο» βιολ. χυμοτόπιο στο εσωτερικό τού κυττάρου, που περιβάλλεται από κυτταρική μεμβράνη, σχηματίζεται με αποκοπή μιας εγκόλπωσής της κατά την… … Dictionary of Greek
φαγοκυτταρισμός — ο, Ν φαγοκυττάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγοκύτταρο + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
φαγοκύτωση — η, Ν φαγοκυττάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phagocytosis < phagocyte (βλ. λ. φαγοκύτταρο) + κατάλ. osis (< ωση). Η λ., στον λόγιο τ. φαγοκύττωσις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek